εὐξύμβλητος

εὐξύμβλητος
εὐξύμβλητος, [full] εὐξύμβολος, [full] εὐξυνεσία, [full] εὐξύνετος, [dialect] Att. for εὐς-.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευξύμβλητος — εὐξύμβλητος, ον (Α) αττ. τ., βλ. ευσύμβλητος …   Dictionary of Greek

  • εὐξύμβλητος — εὐσύμβλητος masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσύμβλητος — εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, ον (Α) αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ οὐκέτ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βλητός (< συμβάλλω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”